Σκηνή πολέμου

Σκηνή πολέμου στην αποβάθρα του τρένου. Ένας γέρος κρατάει ένα σακίδιο στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει τον καθετήρα του και το σακουλάκι με τα ούρα του. Μάλλον κρυώνει, γιατί τον βλέπω να τρέμει, και το γεμάτο σακουλάκι κινείται σαν εκκρεμές.

Πώς μπορείς να αποκρύψεις το γεγονός μιας δολοφονίας

Αν δεν υπάρχουν μάρτυρες, εξαφανίζεις αμέσως το πτώμα.

Αν υπάρχουν μάρτυρες, πρέπει να βρεις μια δικαιολογία, πχ ότι πυροβόλησες το θύμα επειδή ήταν οπλισμένο και απειλούσε τη ζωή σου ή τη ζωή κάποιων άλλων.

Αν το θύμα δεν ήταν οπλισμένο, μπορείς να πεις ότι είχε εκδηλώσει παραβατική συμπεριφορά, κι αν είσαι ειδικός φρουρός, υπάρχει περίπτωση να σε πιστέψουν, γιατί ο ειδικός φρουρός είναι ένας άνθρωπος που φρουρεί με ειδικό τρόπο την κανονικότητα.

Αν είσαι δημοσιογράφος, και θέλεις να αποκρύψεις το γεγονός, πρέπει να το θάψεις κάτω από άλλα γεγονότα. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις ως εργαλείο την αντίδραση του κόσμου στο γεγονός της δολοφονίας. Εστίασε την προσοχή του αναγνωστικού σου κοινού στην παραβατική συμπεριφορά των ανθρώπων που αντιδρούν.

Αν ορισμένοι από αυτούς έχουν κάψει μαγαζιά, εστιάζεις την προσοχή του κοινού στους εμπρηστές.

Αν είσαι σπουδαγμένος, ξέρεις ότι «όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάχτυλο». Φρόντισε έτσι ώστε το αναγνωστικό σου κοινό να κοιτάζει μονίμως το δάχτυλο και να το συνδέει με άλλα δάχτυλα: «Τέτοιες μέρες το 2008 η Αθήνα κάηκε, το κράτος κατελύθη, και στους δρόμους κυριαρχούσαν οι συμμορίες των κουκουλοφόρων απέναντι σε μια αστυνομία που την είχε ευνουχίσει η πολιτική της ηγεσία.»(Η ιδεολογία της μεζονέτας – Τάκης Θεοδωρόπουλος, Η Καθημερινή, 3/12/2017.)

Φρόντισε να το υπενθυμίζεις από καιρού εις καιρόν: «Oσοι συμπαραστάθηκαν στους εμπρηστές των Αθηνών το 2008 επειδή κατάλαβαν πως έφταιγε το σύστημα, /…/» (Για όλα φταίει το σύστημα – Τάκης Θεοδωρόπουλος, Η Καθημερινή, 2/8/2018.)

Φρόντισε να συνδέονται καλά τα δάχτυλα μεταξύ τους, φτιάξε ένα πλέγμα που να κρύβει τα φεγγάρια.

Γιώργης Μαθόπουλος

Fernando Pessoa/ Πού είναι το μυστήριο των πραγμάτων;


Πού είναι το μυστήριο των πραγμάτων;

Πού βρίσκεται και δε φανερώνεται

Τουλάχιστον να μας δείξει πως είναι μυστήριο…

Το ποτάμι τι ξέρει γι’ αυτό, το δέντρο τι ξέρει;

Κι εγώ, που τίποτα περισσότερο από αυτά δεν είμαι

Τι ξέρω γι’ αυτό;

Όταν τα πράγματα κοιτάζω κι όταν σκέφτομαι

Τι σκέφτονται οι άνθρωποι γι’ αυτά,

Γελώ σαν ρυάκι που δροσερό κυλά στις πέτρες.

Γιατί το μοναδικό κρυφό νόημα των πραγμάτων

Είναι ότι νόημα κρυφό δεν έχουνε κανένα.

Απ’ όλα τα όνειρα των ποιητών,

Και απ’ των φιλοσόφων όλες τις σκέψεις,

Απ’ όλα τα παράδοξα, το πιο παράδοξο είναι

Ότι τα πράγματα είναι ακριβώς αυτό που φαίνονται

Και τίποτα να καταλάβεις δεν υπάρχει.

Ναι, είναι αυτό που οι αισθήσεις μου έμαθαν μόνες τους:

Τα πράγματα δεν έχουν όνομα, ύπαρξη μόνο.

Τα πράγματα είναι το μοναδικό κρυφό

Νόημα των πραγμάτων.

Μετάφραση : Γιάννης Σουλιώτης

εκδόσεις PRINTA

Η επιστροφή του Λορέντσο

αφήγημα του Πρίμο Λέβι
 Μετάφραση: Σάρα Μπενβενίστε   Από τη συλλογή αφηγημάτων Lilit e altri racconti.Στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Λίλιθ από τις εκδόσεις ‘Ροδαμός’ το 1992.Ο Πρίμο Λέβι γεννήθηκε το 1919 στο Τορίνο. Σπούδασε χημεία. Στη διάρκεια του Β΄παγκοσμίου πολέμου πολέμησε στο πλευρό των παρτιζάνων. Συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς. Το βιβλίο του «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» διδάσκεται στα ιταλικά σχολεία. Αυτοκτόνησε το 1987.
/…/Τον συνάντησα τον Ιούνιο του 1944, μετά από ένα βομβαρδισμό που είχε αναστατώσει το μεγάλο εργοτάξιο στο οποίο δουλεύαμε και οι δύο. Ο Λορέντσο δεν ήταν κρατούμενος όπως εμείς. Μάλιστα, δεν ήταν κρατούμενος, τελεία και παύλα. Επισήμως, ανήκε στους εθελοντές πολιτικούς εργάτες από τους οποίους έβριθε η ναζιστική Γερμανία. Όμως η επιλογή του είχε υπάρξει κάθε άλλο παρά εθελοντική. Το 1939, εργαζόταν ως οικοδόμος σε μια ιταλική επιχείρηση με έδρα τη Γαλλία. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, όλους τους ιταλούς που βρίσκονταν στη Γαλλία τους είχαν κλείσει σε στρατόπεδα. Μετά όμως ήρθαν οι γερμανοί, ανασύστησαν την επιχείρηση και τη μετέφεραν αύτανδρη στην Άνω Σιλεσία.   Οι εργάτες αυτοί μολονότι δεν ήταν στρατιωτικοί ζούσαν σαν στρατιωτικοί. Είχαν στρατωνιστεί σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στο δικό μας, κοιμόντουσαν σε ράντζα, είχαν έξοδο την Κυριακή, μια δυο βδομάδες διακοπές, πληρώνονταν σε μάρκα, μπορούσαν να γράφουν και να στέλνουν χρηματικά εμβάσματα στην Ιταλία και να δέχονται από την Ιταλία ρούχα και δέματα με τρόφιμα.   Οι ζημιές τις οποίες είχαν υποστεί τα κτίρια από το βομβαρδισμό εκείνο, που ήταν ένας από τους πρώτους, μπορούσαν να διορθωθούν. Όμως τα θραύσματα των βομβών και τα μπάζα είχαν πλήξει και τις ευαίσθητες μηχανές που επρόκειτο να τεθούν σε λειτουργία όταν θα έμπαινε στην παραγωγική του φάση το τεράστιο συγκρότημα των Μπούνα-Βέρκε και η ζημιά αυτή ήταν πολύ σοβαρότερη. H διεύθυνση των εγκαταστάσεων διέταξε να προστατευτούν τα πιο πολύτιμα μηχανήματα με παχείς τοίχους από τούβλα και ανέθεσε την ανέγερσή τους στην επιχείρηση του Λορέντσο. Η ομάδα εργασίας στην οποία ανήκα, εκείνη την εποχή εκτελούσε μεταφορές στον ίδιο υπόγειο χώρο όπου εργάζονταν οι ιταλοί χτίστες, και από καθαρή τύχη ο Κάπο μας διάλεξε εμένα για να βοηθήσω δυο χτίστες που τους έβλεπα για πρώτη φορά.   Ο τοίχος που έχτιζαν ήταν ήδη ψηλός και δούλευαν ανεβασμένοι σε σκαλωσιά. Εγώ στεκόμουν από κάτω και περίμενα να μου πει κάποιος τι να κάνω. Εκείνοι τοποθετούσαν τα τούβλα με ζήλο χωρίς να βγάζουν λέξη, κι έτσι στην αρχή δεν το πήρα είδηση πως ήταν ιταλοί. Μετά ο ένας, που ήταν ψηλός, γκριζομάλλης και λίγο σκυφτός, μου είπε σε φριχτά γερμανικά πως η λάσπη κόντευε να τελειώσει και πως έπρεπε να ανεβάσω τον κουβά. Ένας κουβάς γεμάτος είναι βαρύς και ογκώδης και όταν τον κρατάς από το χερούλι κοπανιέται στα πόδια σου. Πρέπει να τον σηκώσεις στους ώμους σου, δεν είναι όμως εύκολο. Οι πεπειραμένοι βοηθοί κάνουν το εξής: ανοίγουν τα πόδια τους, πιάνουν το χερούλι με τα δυο χέρια, σηκώνουν τον κουβά και τον ταλαντεύουν ανάμεσα στα πόδια τους. Μετά, επωφελούνται από την ταλάντωση, μεταφέρουν το φορτίο προς τα εμπρός και με μια κίνηση το ανεβάζουν μέχρι τους ώμους τους. Δοκίμασα κι εγώ, με άθλιο αποτέλεσμα: η ταλάντωση δεν ήταν αρκετά μεγάλη, ο κουβάς έπεσε στη γη και χύθηκε η μισή λάσπη. Ο ψηλός χτίστης ξεφύσησε, γύρισε στο σύντροφό του και είπε: «Ε, βέβαια, τι περιμένεις από τέτοιους ανθρώπους…», και μετά έκανε να κατεβεί από τη σκαλωσιά. Δεν ονειρευόμουν. Είχε μιλήσει ιταλικά και μάλιστα με πιεμοντέζικη προφορά.   Ανήκαμε σε δυο διαφορετικές κάστες του ναζιστικού κόσμου και γι’ αυτό όταν μιλούσαμε ο ένας στον άλλο διαπράτταμε έγκλημα. Ωστόσο μιλήσαμε, και αποκαλύφθηκε πως ο Λορέντσο ήταν από το Φοσσάνο κι εγώ από το Τορίνο, αλλά είχα μακρινούς συγγενείς στο Φοσσάνο και ο Λορέντσο τους είχε ακουστά. Δε νομίζω να είπαμε πολλά παραπάνω ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε αργότερα, όχι εξαιτίας της απαγόρευσης αλλά γιατί ο Λορέντσο δε μιλούσε σχεδόν ποτέ. Δεν είχε ανάγκη θαρρείς να μιλήσει. Τα λίγα που ξέρω γι’ αυτόν τα άντλησα σε μικρό μόνο μέρος από τους σπάνιους υπαινιγμούς του και σε μεγαλύτερο μέρος από τα όσα μου διηγήθηκαν οι σύντροφοί του εκεί κάτω και η οικογένειά του στην Ιταλία αργότερα. Δεν ήταν παντρεμένος. Η δουλειά του, που την είχε στο αίμα του, τον γέμιζε τόσο ώστε να αποτελεί εμπόδιο στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Αρχικά έκανε το χτίστη στο χωριό του και στα περίχωρα. Άλλαζε συχνά αφεντικό γιατί δεν είχε εύκολο χαρακτήρα. Όταν ο πρωτομάστορας του έκανε παρατηρήσεις, ακόμη και με τον πιο ευγενικό τρόπο, εκείνος δεν απαντούσε, έβαζε το καπέλο του κι έφευγε. Συχνά, δούλευε το χειμώνα στην Κυανή Ακτή στη Γαλλία, όπου δεν έλειπε ποτέ η δουλειά. Δεν είχε διαβατήριο ούτε άλλα χαρτιά. Έφευγε με τα πόδια ολομόναχος, κοιμόταν όπου να’ ναι, και περνούσε τα σύνορα από τα μονοπάτια των λαθρεμπόρων. Την άνοιξη επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο.   Δε μιλούσε αλλά καταλάβαινε. Δε νομίζω να του ζήτησα ποτέ να με βοηθήσει, γιατί τότε δεν είχα σαφή αντίληψη για το πώς ζούσαν και τι πόρους είχαν οι ιταλοί εκείνοι. Ο Λορέντσο τα έκανε όλα μόνος του. Δυο τρεις μέρες μετά τη συνάντησή μας μου έφερε μια καραβάνα του τάγματος των αλπινιστών (από εκείνες τις τσίγκινες που χωράνε περίπου δυο λίτρα) γεμάτη σούπα και μου είπε να του την επιστρέψω άδεια πριν από το βράδυ. Από τότε δε μου έλειψε ποτέ η σούπα και μερικές φορές τη συνόδευε και μια φέτα ψωμί. Μου έφερνε την καραβάνα κάθε μέρα επί έξι μήνες: όσο καιρό δούλευα βοηθός του δεν αντιμετώπισα καμιά δυσκολία στην παραλαβή της καραβάνας, όμως μετά από μερικές εβδομάδες εκείνος (ή εγώ, δε θυμάμαι) μετατέθηκε σ’ άλλο μέρος του εργοτάξιου και τότε μεγάλωσε ο κίνδυνος , ο κίνδυνος μη μας δούνε μαζί. Η Γκεστάπο είχε μάτια παντού, κι όταν έβλεπαν κάποιον από μας να μιλάει μ’ έναν «πολιτικό» για λόγους άσχετους με τη δουλειά, κινδύνευε να τον δικάσουν για κατασκοπεία. Στην πραγματικότητα άλλο ήταν αυτό που φοβόταν η Γκεστάπο. Φοβόταν πως μέσω των «πολιτικών» θα διέρρεε στον έξω κόσμο το μυστικό των θαλάμων αερίου του Μπίρκεναου. Οι πολιτικοί εργάτες διέτρεχαν κι αυτοί κίνδυνο. Όσοι ήταν ένοχοι παράνομων επαφών  με μας, κατέληγαν στο στρατόπεδό μας. Όχι επ’ αόριστο όπως εμείς:  προσωρινά, μόνο για λίγους μήνες, με στόχο την ‘Umschulung’, την αναμόρφωση. Τον Λορέντσο τον είχα προειδοποιήσει εγώ ο ίδιος γι’ αυτόν τον κίνδυνο. Εκείνος όμως ανασήκωσε τους ώμους χωρίς ν’ αρθρώσει λέξη.   Τη σούπα του Λορέντσο τη μοιραζόμουν με το φίλο μου τον Αλμπέρτο. Χωρίς αυτή δε θα κατορθώναμε να επιβιώσουμε μέχρι την εκκένωση του λάγκερ. Σε τελική ανάλυση, εκείνο το λίτρο σούπας επί πλέον συνέτεινε στην εξισορρόπηση των καθημερινών μας αναγκών σε θερμίδες. Η τροφή του λάγκερ μας παρείχε περίπου 1600 θερμίδες που δεν αρκούν για να ζήσει κανείς όταν δουλεύει. Η σούπα εκείνη μας έδινε ακόμη τετρακόσιες ως πεντακόσιες θερμίδες. Αλλά κι έτσι οι θερμίδες αυτές είναι ανεπαρκείς για έναν άντρα μέσης σωματικής διάπλασης. Όμως ο Αλμπέρτο κι εγώ ήμασταν ήδη από γεννησιμιού μας μικρόσωμοι κι αδύνατοι και οι ανάγκες μας ήταν μικρότερες. Ήταν παράξενη σούπα. Βρίσκαμε μέσα κουκούτσια από δαμάσκηνα, πέτσες από σαλάμι. Μια φορά μάλιστα βρήκαμε τη φτερούγα ενός σπουργιτιού μ’ όλα της τα πούπουλα και μιαν άλλη φορά, ένα απόκομμα από ιταλική εφημερίδα. Την προέλευση των συστατικών της σούπας την πληροφορήθηκα αργότερα όταν ξαναείδα το Λορέντσο στην Ιταλία. Είχε πει στους συντρόφους του πως ανάμεσα στους εβραίους του Άουσβιτς υπήρχαν δυο ιταλοί και κάθε βράδυ έκανε το γύρο του θαλάμου και μάζευε τα απομεινάρια τους. Υπέφεραν κι αυτοί από την πείνα, όχι όμως όσο εμείς, και πολλοί κατάφερναν να ψιλομαγειρεύουν πράγματα που έκλεβαν από τα χωράφια  ή που έβρισκαν από δω κι από κει. Αργότερα ο Λορέντσο βρήκε τρόπο να παίρνει κατευθείαν από την κουζίνα του στρατοπέδου του ό,τι είχε απομείνει στα τσουκάλια. Για να το κάνει όμως αυτό, έπρεπε να πάει κρυφά στην κουζίνα όταν όλοι κοιμόντουσαν, στις τρεις τη νύχτα. Το έκανε επί τέσσερις μήνες.   Για ν’ αποφύγουμε να μας δούνε μαζί, κανονίσαμε όταν έφτανε ο Λορέντσο το πρωί στο πόστο της δουλειάς του, ν’ αφήνει την καραβάνα σ’ έναν κρυψώνα που είχαμε συμφωνήσει, κάτω από ένα σωρό από σανίδες. Το σύστημα αυτό δούλεψε για μερικές εβδομάδες. Μετά προφανώς κάποιος με είδε και με παρακολούθησε γιατί μια μέρα δε βρήκα στον κρυψώνα μήτε καραβάνα μήτε σούπα. Ο Αλμπέρτο κι εγώ αισθανθήκαμε ταπεινωμένοι από την προσβολή αλλά τρομάξαμε κιόλας γιατί η καραβάνα ήταν του Λορέντσο και είχε χαραγμένο πάνω τ’ όνομά του.  Ο κλέφτης θα μπορούσε να μας καταδώσει ή, πράγμα που ήταν πιθανότερο, να μας εκβιάσει. Ο Λορέντσο στον οποίο έσπευσα να καταγγείλω την κλοπή, μου είπε πως δεν έδινε δεκάρα για την καραβάνα, θα έβρισκε άλλη, εγώ όμως ήξερα πως δεν ήταν αλήθεια. Την καραβάνα αυτή την είχε από τη στρατιωτική του θητεία. Την κουβαλούσε μαζί του σ’ όλα του τα ταξίδια. Σίγουρα είχε ιδιαίτερη συναισθηματική αξία γι’ αυτόν. Ο Αλμπέρτο έψαξε σ’ όλο το στρατόπεδο και δεν ησύχασε μέχρι που εντόπισε τον κλέφτη. Ήταν πολύ πιο δυνατός από μας και κουβαλούσε ξετσίπωτα την υπέροχη και σπάνια ιταλική καραβάνα παντού όπου πήγαινε. Του Αλμπέρτο του ήρθε μια ιδέα: να προσφέρει  στον Ελία τρεις μερίδες ψωμί, με δόσεις, για ν’ αναλάβει ν’ αποσπάσει την καραβάνα με το καλό ή με το ζόρι μέσα από τα χέρια του κλέφτη που ήταν πολωνός σαν κι εκείνον. Ο Ελίας ήταν ένας νάνος δυνατός σαν τον Ηρακλή. Τον έχω περιγράψει στο βιβλίο μου «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» και σε τούτη τη συλλογή τον αναφέρω στην ιστορία με τον τίτλο «Η σφραγίδα μας». Τον κολακέψαμε επαινώντας τη δύναμή του κι εκείνος δέχτηκε. Του άρεσε να προβάλλεται. Ένα πρωινό πριν από το προσκλητήριο στάθηκε μπροστά στον πολωνό και τον διέταξε να μας επιστρέψει την κλεμμένη καραβάνα. Φυσικά, ο άλλος τον διέψευσε. Την καραβάνα την είχε αγοράσει, δεν την είχε κλέψει. Ο Ελίας του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά. Πάλαιψαν δέκα λεπτά, μετά ο πολωνός έπεσε στη λάσπη και ο Ελίας, μέσα στα χειροκροτήματα του κοινού που το είχε προσελκύσει το ασυνήθιστο αυτό θέαμα, μας επέστρεψε θριαμβευτικά την καραβάνα. Από τη στιγμή εκείνη έγινε φίλος μας.   Ο Λορέντσο μας είχε καταπλήξει τον Αλμπέρτο κι εμένα. Στο βίαιο και πρόστυχο περιβάλλον του Άουσβιτς, ο άνθρωπος που βοηθούσε άλλους ανθρώπους από καθαρό αλτρουισμό ήταν κάτι το αδιανόητο, το ξένο, σαν ένας ουρανοκατέβατος σωτήρας. Ήταν όμως ένας σωτήρας σκυθρωπός με τον οποίο δεν μπορούσες εύκολα να επικοινωνήσεις. Του πρότεινα να πω να στείλουν κάποιο χρηματικό ποσό στην αδελφή του που βρισκόταν στην Ιταλία για να του ξεπληρώσω ό,τι έκανε για μας, εκείνος όμως αρνήθηκε να μας δώσει τη διεύθυνσή της. Ωστόσο για να μη μας ταπεινώσει με την άρνηση αυτή, δέχτηκε από μας μια άλλη αμοιβή πιο προσαρμοσμένη  στο χώρο όπου βρισκόμασταν. Τα δερμάτινα παπούτσια που φορούσε στη δουλειά ήταν λυωμένα. Στο στρατόπεδό του δεν υπήρχε μπαλωματής και στην πόλη του Άουσβιτς οι επισκευές στοίχιζαν πολύ ακριβά. Στο στρατόπεδό μας όμως όποιος είχε δερμάτινα παπούτσια μπορούσε να τα δώσει να του τα μπαλώσουν δωρεάν γιατί (επισήμως) δεν επιτρεπόταν σε κανέναν από μας να έχει λεφτά. Έτσι μια μέρα ανταλλάξαμε τα παπούτσια μας κι εγώ έδωσα τα δικά του για επισκευή στους μπαλωματήδες του Μόνοβιτς, που μου έδωσαν ένα ζευγάρι προσωρινά παπούτσια μέχρι να διορθωθούν τα άλλα.   Κατά το τέλος του Δεκέμβρη, λίγο πριν πέσω άρρωστος μ’ εκείνη την οστρακιά που μου έσωσε τη ζωή, ο Λορέντσο ξαναήρθε να δουλέψει κοντά μας και μπόρεσα και πάλι να παίρνω την καραβάνα απ’ ευθείας από τα χέρια του. Ένα πρωινό, τον είδα να έρχεται τυλιγμένος στη γκριζοπράσινη χλαίνη του, μέσα στα χιόνια, στο εργοτάξιο που είχε καταστραφεί από τους νυχτερινούς βομβαρδισμούς. Περπατούσε με το πλατύ, σταθερό και αργό βηματισμό του. Μου έδωσε τη στραβωμένη και γεμάτη βαθουλώματα καραβάνα και μου είπε πως η σούπα ήταν λίγο βρώμικη. Του ζήτησα εξηγήσεις, εκείνος όμως κούνησε το κεφάλι κι έφυγε και δεν τον ξαναείδα παρά μόνον ένα χρόνο μετά, στην Ιταλία. Πράγματι στη σούπα είχε χώμα και χαλίκια, και μόνον ένα χρόνο αργότερα, σχεδόν σα να ζητούσε συγγνώμη, μου διηγήθηκε πως εκείνο το πρωί ενώ έκανε το γύρο του για να μαζέψει απομεινάρια τροφής, το στρατόπεδό του είχε υποστεί μια αιφνίδια αεροπορική επίθεση. Μια βόμβα είχε πέσει δίπλα του και είχε εκραγεί μέσα στο μαλακό χώμα. Το χώμα σκέπασε την καραβάνα και του έσπασε το τύμπανο του αυτιού του. Ο Λορέντσο όμως είχε να παραδώσει τη σούπα κι έτσι ήρθε παρόλ’ αυτά στη δουλειά.    Ο Λορέντσο ήξερε πως έφταναν οι ρώσοι. Όμως εκείνος τους φοβόταν. Ίσως να μην είχε κι άδικο. Αν είχε μείνει να τους περιμένει θα επέστρεφε στην Ιταλία πολύ αργότερα, όπως ακριβώς συνέβη με μας. Όταν πλησίασε το μέτωπο, την 1η του Γενάρη του 1945, οι γερμανοί διέλυσαν το στρατόπεδο των ιταλών. Ήταν ελεύθεροι να πάνε όπου ήθελαν. Ο Λορέντσο και οι σύντροφοί του είχαν μια πολύ αόριστη ιδέα για τη γεωγραφική θέση του Άουσβιτς. Άλλωστε δεν ήξερε ούτε να γράψει τ’ όνομα του στρατοπέδου και το πρόφερε «Σουίς» τοποθετώντας το ίσως κοντά στην Ελβετία (Suisse). Παρόλ’ αυτά πήρε το δρόμο μαζί με τον Περούτς, το συνάδελφό του που δούλευε μαζί του στη σκαλωσιά. Ο Περούτς καταγόταν από το Φρίουλι και για τον Λορέντσο ήταν ό,τι και ο Σάντσο για τον Δον Κιχώτη. Ο Λορέντσο κινιόταν με τη φυσική αξιοπρέπεια του ανθρώπου που δε νοιάζεται για τον κίνδυνο. Ο Περούτς, μικρόσωμος, σφιχτοδεμένος, αντίθετα, ήταν ανήσυχος και νευρικός κι έστριβε διαρκώς το κεφάλι μια από δω μια από κει με μικρές απότομες κινήσεις. Έπασχε από στραβισμό. Η απόκλιση των ματιών του ήταν έντονη σαν να προσπαθούσε μέσα στο μόνιμο φόβο του να κοιτάξει μαζί μπροστά του και στα πλάγια όπως κάνουν οι χαμαιλέοντες. Είχε κι αυτός πάει ψωμί σε ιταλούς κρατούμενους αλλά το είχε κάνει στα κλεφτά και χωρίς τακτικό ρυθμό γιατί τον τρόμαζε πολύ ο ακατανόητος και απειλητικός κόσμος στον οποίο είχε πέσει. Πρόσφερε την τροφή και εξαφανιζόταν αμέσως χωρίς να περιμένει ούτε να τον ευχαριστήσουν.   Οι δυο άντρες έφυγαν πεζοί. Από το σταθμό του Άουσβιτς είχαν πάρει ένα σιδηροδρομικό χάρτη, έναν από εκείνους τους σχηματικούς και παρεφθαρμένους χάρτες όπου σημειώνονται μόνο οι σταθμοί που ενώνονται με τις ευθείες γραμμές των σιδηροτροχιών. Περπατούσαν τις νύχτες με κατεύθυνση το πέρασμα του Μπρέννερ και προσανατολίζονταν με το χάρτη και με τ’ αστέρια. Κοιμόντουσαν στους αχυρώνες κι έτρωγαν πατάτες που έκλεβαν από τα χωράφια. Όταν δεν μπορούσαν άλλο να περπατήσουν σταματούσαν στα χωριά όπου πάντα βρισκόταν κάποια δουλειά για δυο χτίστες. Ξεκουραζόντουσαν δουλεύοντας και πληρωνόντουσαν σε χρήμα ή σε είδος. Περπάτησαν έτσι τέσσερις μήνες. Έφτασαν στο Μπρέννερ στις 25 Απριλίου ακριβώς και διασταυρώθηκαν με το ρεύμα των γερμανικών μεραρχιών που οπισθοχωρούσαν από τη βόρεια Ιταλία. Ένα τεθωρακισμένο άνοιξε πυρ εναντίον τους με το μυδραλιοβόλο του αλλά δεν τους πέτυχε. Μετά το Μπρέννερ, ο Περούτς είχε πια σχεδόν φτάσει στο σπίτι του και πήρε το δρόμο ανατολικά. Ο Λορέντσο συνέχισε, πάντα με τα πόδια, και σε καμιά εικοσαριά μέρες έφτασε στο Τορίνο. Είχε τη διεύθυνση της οικογένειάς μου και βρήκε τη μητέρα μου στην οποία σκόπευε να δώσει νέα μου. Ήταν άνθρωπος που δεν ήξερε να λέει ψέματα. Μπορεί πάλι να νόμιζε πως τα ψέματα ήταν πια μάταια, γελοία, μετά τη φρίκη που είχε δει στο Άουσβιτς και μετά από την αποσύνθεση της Ευρώπης. Είπε στη μητέρα μου πως δε θα γύριζα, πως οι εβραίοι του Άουσβιτς είχαν όλοι πεθάνει στους θαλάμους αερίων ή από τη δουλειά ή, τέλος, πως τους είχαν σκοτώσει οι γερμανοί πριν τραπούν σε φυγή (πράγμα που αληθεύει σχεδόν κυριολεκτικά). Επιπλέον, είχε μάθει από τους συντρόφους μου πως κατά την εκκένωση του στρατοπέδου εγώ ήμουν άρρωστος. Το καλύτερο για τη μητέρα μου θα ήταν να το πάρει απόφαση.   Η μητέρα μου του έδωσε λίγα χρήματα για να μπορέσει τουλάχιστον να καλύψει με το τραίνο το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής του από το Τορίνο ως το Φοσσάνο. Ο Λορέντσο όμως  δε θέλησε να τα πάρει. Τέσσερις μήνες τώρα περπατούσε και ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες χιλιόμετρα θα είχε διανύσει. Δεν άξιζε πια τον κόπο να πάρει το τραίνο. Λίγο μετά την Τσενόλα, έξι χιλιόμετρα από το Φοσσάνο, συνάντησε τον εξάδελφό του με το κάρο του. Εκείνος του είπε ν’ ανέβει αλλά εκεί που είχε φτάσει πια θα ήταν αλήθεια κρίμα, και ο Λορέντσο έφτασε στο σπίτι του με τα πόδια όπως είχε ταξιδέψει σ’ όλη του τη ζωή, πεζός. Ο χρόνος δε μέτραγε πολύ γι’ αυτόν.   Όταν επέστρεψα κι εγώ, μήνες αργότερα, μετά από τη μακρόχρονη περιπλάνησή μου μέσα από τη Ρωσία, πήγα στο Φοσσάνο για να τον ξαναδώ και να του πάω ένα πλεχτό για το χειμώνα. Βρήκα έναν κουρασμένο άνθρωπο. Δεν ήταν κουρασμένος από το δρόμο. Ήταν θανάσιμα κουρασμένος από μια αθεράπευτη κούραση. Πήγαμε στην ταβέρνα να πιούμε κάτι μαζί και από τις λίγες κουβέντες που κατόρθωσα να του αποσπάσω κατάλαβα πως το περιθώριο αγάπης που είχε για τη ζωή είχε λιγοστέψει, είχε σχεδόν εξανεμιστεί. Ο Λορέντσο δεν έκανε πια το χτίστη. Γυρνούσε από αγρόκτημα σε αγρόκτημα μ’ ένα μικρό κάρο, αγόραζε και πουλούσε παλιοσίδερα. Δεν ήθελε πια ούτε κανόνες ούτε αφεντικά ούτε ωράρια εργασίας. Τα λίγα που έβγαζε τα ξόδευε στην ταβέρνα. Δεν έπινε από βίτσιο αλλά για να ξεφύγει από τον κόσμο. Τον κόσμο τον είχε δει και δεν του άρεσε. Αισθανόταν πως ο κόσμος έπεφτε σε συντρίμμια. Δεν τον ενδιέφερε πια να ζήσει.   Σκέφτηκα πως χρειαζόταν ν’ αλλάξει περιβάλλον και του βρήκα μια θέση οικοδόμου στο Τορίνο αλλά ο Λορέντσο την απέρριψε. Τώρα που ζούσε σαν νομάς, κοιμόταν όπου έβρισκε, ακόμα και στην ύπαιθρο το σκληρό εκείνο χειμώνα του 1945-46. Έπινε αλλά έμενε νηφάλιος. Δεν ήταν θρήσκος, δεν ήξερε και σπουδαία πράγματα για το Ευαγγέλιο αλλά μου διηγήθηκε τότε κάτι που δεν είχα υποπτευθεί στο Άουσβιτς. Εκεί κάτω, δε βοηθούσε μόνο εμένα. Είχε κι άλλους προστατευόμενους, ιταλούς και μη, αλλά είχε θεωρήσει σωστό να μη μου το πει. Στον κόσμο αυτό βρισκόμαστε για να κάνουμε το καλό, όχι για να παινευόμαστε γι’ αυτό. Στο «Σουίς» ήταν πλούσιος, τουλάχιστον σε σύγκριση με μας, και είχε μπορέσει να μας βοηθήσει. Τώρα όμως όλα είχαν τελειώσει. Δεν υπήρχαν πια ευκαιρίες.   Αρρώστησε. Χάρη σε φίλους γιατρούς μπόρεσα να τον βάλω στο νοσοκομείο αλλά δεν του έδιναν κρασί και το’ σκασε. Ήταν αποφασισμένος και συνεπής στην άρνησή του για τη ζωή. Τον βρήκαν στα τελευταία του μετά από μερικές μέρες και πέθανε στο νοσοκομείο ολομόναχος. Αυτός που δεν ήταν εκτοπισμένος που επέστρεψε, πέθανε από την ασθένεια των εκτοπισμένων που επιστρέφουν.